Ενδομητρίωση
Τι είναι η ενδομητρίωση ;
Η ενδομητρίωση είναι μία κατάσταση κατά την οποία ιστός παρόμοιος με την εσωτερική γραμμή της μήτρας (ενδομήτριο) αναπτύσσεται σε μη φυσιολογικές περιοχές εκτός της μήτρας. Η συχνότητά της υπολογίζεται σε 1 κάθε 10 γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Εάν ο ενδομητρικός ιστός βρίσκεται εντός του μυομητρίου (μυς του τοιχώματος της μήτρας) η κατάσταση αποκαλείται αδενομύωση. Η αδενωμύωση συνυπάρχει χαρακτηριστικά με βαριές περιόδους και προκαλεί αύξηση του μεγέθους της μήτρας και ιδιαίτερα επώδυνη έμμηνο ρύση.
Tι προκαλεί η ενδομητρίωση στο σώμα μου ;
Η ενδομητρίωση δημιουργεί συχνά κύστες στις ωοθήκες ή άλλες εστίες στο περιτόναιο (εσωτερικός χιτώνας που καλύπτει το εσωτερικό της κοιλιάς) καθώς και βαθύτερα, στους ιστούς των οργάνων της κοιλιάς (εν τω βάθει ενδομητρίωση). Σε κάθε περίοδο η εσωτερική γραμμή της μήτρας (ενδομήτριο) αποπίπτει (‘πέφτει’) και διαφεύγει μέσω του κόλπου (αίμα περιόδου). Σε περίπτωση ενδομητρίωσης, οι ενδομητριωσικές εστίες αιμορραγούν εντός της κοιλιάς προκαλώντας έντονο πόνο, φλεγμονή, ουλώδη ιστό και κύστεις στις ωοθήκες (ενδομητριώματα).
Πού μπορώ να έχω ενδομητρίωση ;
Η ενδομητρίωση εντοπίζεται συχνότερα στις ωοθήκες (ενδομητριώματα), στο περιτόναιο (εσωτερικός χιτώνας που καλύπτει το εσωτερικό της κοιλιάς) και στα όργανα της πυέλου (παχύ έντερο, ουροδόχος κύστη). Σπανιότερα, μπορεί να αναπτυχθεί και σε όργανα μακριά από την πύελο όπως στο έντερο, στο διάφραγμα ή ακόμα και στον πνεύμονα.
Ποια είναι τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης ;
Τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης ποικίλουν και μπορεί να έχουν διαφορετική ένταση, η οποία δεν φαίνεται να σχετίζεται απόλυτα με την βαρύτητα της νόσου. Τα κυριότερα συμπτώματα της ενδομητρίωσης περιλαμβάνουν:
- Έντονο πόνο περιόδου (δυσμηνόρροια)
- Βαριές και μακριές εμμηνορρυσίες
- Μικρή διαφυγή αίματος ανάμεσα στις περιόδους
- Χρόνιο πόνο χαμηλά και πίσω στη λεκάνη
- Επώδυνη σεξουαλική επαφή
- Πόνο κατά τη διάρκεια και μετά την επαφή
- Πόνο κατά την αφόδευση ή την ούρηση στην εμμηνορρυσία
- Γαστρεντερικές ενοχλήσεις (διάρροια, δυσκοιλιότητα, μετεωρισμό /φούσκωμα
- Υπογονιμότητα
- Πόνο στον θώρακα ή τα πλευρά (διαγραγματική ενδομητρίωση)
Πως γίνεται η διάγνωση της ενδομητρίωσης ;
- Ιστορικό: Η λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού σε συνδυασμό με τα συμπτώματα της γυναίκας μπορούν να κατευθύνουν έναν εξειδικευμένο γυναικολόγο στο αν πρόκειται για περίπτωση ενδομητρίωσης η όχι.
- Κλινική εξέταση: Κατά την κλινική εξέταση μπορούν να ψηλαφηθούν κύστεις ωοθηκών (ενδομητριώματα) και επώδυνοι όζοι ενδομητρίωσης.
- Υπερηχογράφημα: Το υπερηχογράφημα σε έμπειρα χέρια διαθέτει μεγάλη ευαισθησία στη διάγνωση της ενδομητρίωσης. Με το διακοιλιακό, διακολπικό ή διορθικό υπερηχογράφημα μπορούν να εντοπιστούν κύστεις ωοθηκών, ενδομητριωσικοί όζοι και ενδοκοιλιακές συμφύσεις.
- Μαγνητική Τομογραφία (MRI): Σε υποψία προχωρημένης νόσου, ή Μαγνητική Τομογραφία μπορεί να μας δώσει πολύ χρήσιμες πληροφορίες κυρίως σε περιπτώσεις διήθησης του εντέρου, της ουροδόχου κύστης, των ουρητήρων ή του διαφράγματος.
- Λαπαροσκόπηση: Με την λαπαροσκόπηση μπορούμε σε πραγματικό χρόνο να διαπιστώσουμε εάν υπάρχουν εστίες ενδομητρίωσης μέσα στην κοιλιά.
Πως καθορίζεται η βαρύτητα της ενδομητρίωσης ;
H βαρύτητα της ενδομητρίωσης ποικίλλει και καθορίζεται από ένα συνδυασμό παραγόντων:
- Έκταση
- Αριθμός προσβεβλημένων οργάνων
- Χρονική διάρκεια δράσης
Όσο πιο διάχυτη είναι η νόσος, τόσο διευρύνεται και η έκταση, το βάθος αλλά και ο αριθμός των οργάνων που ενδέχεται να προσβάλει. Ωστόσο η βαρύτητα των συμπτωμάτων δεν εξαρτάται πάντα από την βαρύτητα της νόσου. Γυναίκες με ήπια νόσο συχνά παρουσιάζουν έντονη συμπτωματολογία, ενώ γυναίκες με εκτεταμένη νόσο είναι πολλές φορές ασυμπτωματικές και η διάγνωση της ενδομητρίωσης γίνεται στα πλαίσια διερεύνησης υπογονιμότητας.
Μπορεί η ενδομητρίωση να επηρεάσει την γονιμότητά μου ;
Η ενδομητρίωση ενδέχεται να επηρεάσει τη γονιμότητα της γυναίκας, με την πρόκληση δημιουργίας ωοθηκικών κύστεων (ενδομητριώματα), καθώς επίσης συμφύσεων και φλεγμονής που οδηγούν σε παραμόρφωση της φυσιολογικής ανατομίας των γεννητικών οργάνων. Υπολογίζεται ότι 1 στις 2 υπογόνιμες γυναίκες πάσχουν από ενδομητρίωση.
Ωστόσο, σε περίπτωση διερεύνισης υπογονιμότητας στα πλαίσια ενδομητρίωσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν οι παρακάτω παράμετροι:
- Η βαρύτητα της ενδομητρίωσης
- Ποια είναι τα προσβεβλημένα όργανα
- Το κατά όσο επηρεάζει τη φυσιολογική σύλληψη
- Το ενδεχόμενο υπερδιάγνωσης και υπερθεραπείας με αχρείαστα πολλαπλά χειρουργεία
Πώς επηρεάζει η ενδομητρίωση την καθημερινότητά μου;
Η ενδομητρίωση τα τελευταία χρόνια τείνει να καταστεί και κοινωνικό πρόβλημα. Τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης ποικίλουν και μπορεί να έχουν διαφορετική ένταση. Πολλές φορές δεν υπάρχει απολύτως καμία ένδειξη ή σύμπτωμα που να υποδηλώνει την ύπαρξη ενδομητρίωσης, η οποία συνήθως διαγιγνώσκεται στα πλαίσια της διερεύνησης της υπογονιμότητας. Τα συμπτώματα ωστόσο μπορεί να είναι έντονα και ενίοτε βασανιστικά. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι γυναίκες βιώνουν την ενδομητρίωση ως μία κατάσταση απίστευτα τραυματική τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, καθώς επηρεάζει την υγεία, την ποιότητα ζωής, την γονιμότητα καθώς και τις σεξουαλικές τους σχέσεις. Η επώδυνη ενδομητρίωση έχει κοινωνικές και οικογενειακές προεκτάσεις, καθώς παρεμποδίζει τη φυσιολογική δραστηριότητα της ασθενούς από την καθημερινότητα της, χωρίς όμως το άμεσο περιβάλλον της να αναγνωρίζει το βαθμό της σοβαρότητας του πόνου. Οι γυναίκες πρέπει να γνωρίζουν ότι καμία μορφή πόνου δεν είναι φυσιολογική,και η επιλογή να ζει κάποιος με τον πόνο απλά δεν αποτελεί επιλογή.
Ποια είναι η θεραπεία της ενδομητρίωσης ;
Η κατάλληλη θεραπεία εξαρτάται από τα συμπτώματα, την έκταση της νόσου και φυσικά εάν υπάρχει συμμετοχή από άλλα όργανα όπως η ουροδόχος κύστη, το έντερο, οι ουρητήρες,οι σάλπιγγες, το διάφραγμα κτλ. Πολλές φορές δεν είναι απαραίτητη κάποια θεραπεία και η απλή παρακολούθηση είναι η καλύτερη λύση. Όταν απαιτείται θεραπεία της ενδομητρίωσης, η λαπαροσκοπική ή ρομποτική χειρουργική αντιμετώπιση με την πλήρη και λεπτομερή αφαίρεση όλων των ενδομητριωσικών εστιών, αποτελεί την θεραπεία εκλογής. Η εξαίρεση όλων των εστιών ενδομητρίωσης σχετίζεται με πολύ υψηλά ποσοστά μόνιμης θεραπείας. Η φαρμακευτική αγωγή δεν οδηγεί σε πλήρη θεραπεία αλλά καθυστερεί την πρόοδο ή την υποτροπή της νόσου. Ως εκ τούτου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί συνδυαστικά τόσο πριν όσο και μετά την χειρουργική θεραπεία.